- καταθρασύνομαι
- καταθρασύ̱νομαι , καταθρασύνομαιemboldenaor subj mp 1st sg (epic)καταθρασύ̱νομαι , καταθρασύνομαιemboldenpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταθρασυνομένων — καταθρασῡνομένων , καταθρασύνομαι embolden pres part mp fem gen pl καταθρασῡνομένων , καταθρασύνομαι embolden pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθρασυνόμενον — καταθρασῡνόμενον , καταθρασύνομαι embolden pres part mp masc acc sg καταθρασῡνόμενον , καταθρασύνομαι embolden pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθρασύνεται — καταθρασύ̱νεται , καταθρασύνομαι embolden aor subj mp 3rd sg (epic) καταθρασύ̱νεται , καταθρασύνομαι embolden pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθρασύνηται — καταθρασύ̱νηται , καταθρασύνομαι embolden aor subj mp 3rd sg καταθρασύ̱νηται , καταθρασύνομαι embolden pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαλαζονεύομαι — ἐπαλαζονεύομαι (Α) (αποθ.) υπερηφανεύομαι, κομπάζω για κάτι («ἐπαλαζονεύοντο τοῑς τολμήμασιν», Ιώσηπ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «καταθρασύνομαι» … Dictionary of Greek
καταθαρρύνομαι — (Α) καταθρασύνομαι* … Dictionary of Greek
καταθρασυνομένην — καταθρασῡνομένην , καταθρασύνομαι embolden pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθρασυνομένου — καταθρασῡνομένου , καταθρασύνομαι embolden pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθρασυνομένους — καταθρασῡνομένους , καταθρασύνομαι embolden pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθρασυνόμενοι — καταθρασῡνόμενοι , καταθρασύνομαι embolden pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)